αναθεμελιωτής

αναθεμελιωτής
ο
θηλ. -τρια αυτός που ξαναθεμελιώνει, που βάζει νέες βάσεις: Ο Αδαμ. Κοραής προσπάθησε να γίνει ο αναθεμελιωτής της ελληνικής παιδείας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναθεμελιωτής — ο 1. αυτός που βάζει νέα θεμέλια, που κάνει αναθεμελίωση 2. αυτός που στηρίζει μια άποψη ή θεωρία σε νέα, λογικότερα επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθεμελιώνω. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον ιστοριογράφο Παναγιώτη Χιώτη] …   Dictionary of Greek

  • αναθεμελιωτικός — ή, ό [αναθεμελιωτης] ο σχετικός με την αναθεμελίωση, αυτός που συντελεί σ αυτήν …   Dictionary of Greek

  • αναθεμελιώνω — 1. θεμελιώνω εκ νέου, ξαναθεμελιώνω 2. στηρίζω μια άποψη ή θεωρία σε νέα θεμέλια, βρίσκω νέα ακλόνητα επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θεμελιώνω. ΠΑΡ. αναθεμελίωση, αναθεμελιωτής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”