- αναθεμελιωτής
- οθηλ. -τρια αυτός που ξαναθεμελιώνει, που βάζει νέες βάσεις: Ο Αδαμ. Κοραής προσπάθησε να γίνει ο αναθεμελιωτής της ελληνικής παιδείας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.